κοκκύαι
Look at other dictionaries:
κοκύα — κοκύαι και μτγν. γρφ. κοκκύαι, οἱ (Α) οἱ πρόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. κοκκύαι (με 2 κ) οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό] … Dictionary of Greek
κοκύα — κοκύαι και μτγν. γρφ. κοκκύαι, οἱ (Α) οἱ πρόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. κοκκύαι (με 2 κ) οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό] … Dictionary of Greek